- παρά
- Α.Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει:1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά.2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω.Β.Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται:1. αντί του διαχωριστικού ή κατά τη σύγκριση: Προτιμώ να πεθάνω παρά να ταπεινωθώ παρακαλώντας τον.2. περισσότερο από καθετί ή από άλλοτε: Κάλλιο πέντε και στο χέρι πάρα δέκα και καρτέρει. 3. αντί του αλλά: Δε βλέπει τα χάλια του, παρά κατηγορεί τους άλλους.Γ.Ως πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων σημαίνει:1. κοντά, παράπλευρα: Παραστέκω, παραθαλάσσιος, παραγώνι.2. εναντιότητα ή παράβαση: Παραφωνία, παρακούω, παράνομος.3. επίταση, υπερβολή: Παραγνωριστήκαμε, παραδουλεύω.4. αντικατάσταση, αντί: Παραμάνα, παρακόρη, παραπόρτι κ.ά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.